αμπωτίζω

αμπωτίζω
ἀμπωτίζω (ΑΜ) [ἄμπωτις]
(για τη θάλασσα) υποχωρώ, παρουσιάζω άμπωτη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀμπωτίζει — ἀμπωτίζω ebb and flow pres ind mp 2nd sg ἀμπωτίζω ebb and flow pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπωτίζοντα — ἀμπωτίζω ebb and flow pres part act neut nom/voc/acc pl ἀμπωτίζω ebb and flow pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπωτιζομένης — ἀμπωτίζω ebb and flow pres part mp fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμπωτίζειν — ἀμπωτίζω ebb and flow pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άμπωτις — ( ιδος), η (Α ἄμπωτις) (νεοελλ. και άμπωτη) πτώση τής στάθμης τών υδάτων, τράβηγμα τών νερών αρχ. 1. στον πληθ. αἱ ἀμπώτιδες άμπωτις και πλημμυρίδα μαζί, παλίρροια 2. υποχώρηση, ελάττωση ρεύματος ή ροής 3. υποχώρηση, πτώση, ελάττωση. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”